πορτέλο

πορτέλο
το
(λ. ιταλ.)
1. μικρή πόρτα, άνοιγμα.
2. το μπροστινό άνοιγμα του αντρικού παντελονιού: Κούμπωσε το πορτέλο σου (ή τα πορτέλα σου).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορτέλο — (I) το, Ν μικρή πόρτα, πορτούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portello, υποκορ. τού porta]. (II) το, Ν μπορντέλο, οίκος ανοχής …   Dictionary of Greek

  • δικλίδα — και δικλείδα, η (Α δικλίς) νεοελλ. 1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση 2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας 3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα… …   Dictionary of Greek

  • κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”